-κις

-κις
(AM -κις, Α λακων. τ. -κιν)
κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά-κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ-ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις, τετράκις κ.λπ.). Το ληκτικό -ς τής -κις και το -ν τής -κιν λακων. εμφανίζονται προ φωνήεντος προς αποφυγή χασμωδίας (πρβλ. αύθι - αύθις, ούτω -ούτως).Παραδείγματα επιρρημάτων σε -κις: δεκάκις, εικοσάκις, εκατοντάκις, μυριάκις, οσάκις, πεντάκις, πολλάκις, συχνάκις, τετράκις, χιλιάκις
αρχ.
εβδομάκις, ελαχιστάκις, ενδεκάκις, εξάκις, θαμάκις, μειζονάκις, ολιγιστάκις, πυκνάκις, σπανιάκις, τοσάκις, τριάκις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίς — weevil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κις — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Ήταν χτισμένη 18 χλμ. ΝΑ της Βαβυλώνας. Η Κ. ιδρύθηκε στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., στη θέση πολλών αρχαίων οικισμών. Καταστράφηκε από τον βασιλιά των Σουμερίων Λουγκάλ Ζαγκεσί, ανοικοδομήθηκε …   Dictionary of Greek

  • Κις, Έγκον Έρβιν — (Egon Ervin Κisch, 1885 –1948). Τσέχος στρατιωτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε αξιωματικός του αυστροουγγρικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 18). Από το 1918 ήταν μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας. Καρπός των… …   Dictionary of Greek

  • κιός — κίς weevil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • συχνάκις — ΝΜΑ επίρρ. πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πυκν (ά)κις)] …   Dictionary of Greek

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek …   Wikipedia

  • э́фа — ы, ж. Ядовитая змея сем. гадюк, распространенная в пустынях Северной Африки, Юго западной и Южной Азии. [От греч. ’εκις] …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”